Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβαλίνα οι καβαλίνες
      γενική της καβαλίνας των καβαλίνων
    αιτιατική την καβαλίνα τις καβαλίνες
     κλητική καβαλίνα καβαλίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβαλίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβαλλίνα με απλογράφηση < νεολατινικά *caballina < λατινική caballinus < caballus. Συγκρίνετε με την ιταλική cavallina.[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.vaˈli.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βα‐λί‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβαλίνα θηλυκό

  • κοπριά μεγαλόσωμων ζώων, κυρίως του αλόγου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία