απλογράφηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απλογράφηση | οι | απλογραφήσεις |
γενική | της | απλογράφησης* | των | απλογραφήσεων |
αιτιατική | την | απλογράφηση | τις | απλογραφήσεις |
κλητική | απλογράφηση | απλογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απλογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απλογράφηση < απλογραφ(ώ)[1] (-γραφη-) + -ση. Μορφολογικά, αναλύεται σε απλο- + -γράφηση.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ploˈɣɾa.fi.si/
Ουσιαστικό επεξεργασία
απλογράφηση θηλυκό
- (γραμματική) η γραφή μια λέξης με απολοποιημένη ορθογραφία
Σημειώσεις επεξεργασία
Η αρχή της απλογράφησης ισχύει στη γραφή ξένων λέξεων -όπως τα κύρια ονόματα- με ελληνικούς χαρακτήρες. Το αντίθετο είναι η αρχή της αντιστρεψιμότητας με προσπάθεια μεταγραμματισμού. Π.χ.
- αγγλικά: Shakespeare - απλογράφηση: Σέξπιρ, αντιστρεψιμότητα: Σαίξπηρ
- γαλλικά: documentaire - απλογράφηση: ντοκιμαντέρ, αντιστρεψιμότητα: ντοκυμανταίρ
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Συγγενικά, αλλά με διαφορετική σημασία:
- απλογραφία (φιλολογία, παλαιογραφία) ακούσια παράλειψη επαναλαμβανόμενου μέρους λέξης
- απλολογία (γλωσσολογία) αποβολή ή σίγηση επαναλαμβανόμενης ή παρόμοιας συλλαβής
- απλοποίηση (γλωσσολογία, φωνολογία) σίγηση φθόγγου που ανήκει σε πολύπλοκο σύμπλεγμα
- απλοέπεια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- λέξεις με ορθογραφική απλοποίηση στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)