Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απλογράφηση οι απλογραφήσεις
      γενική της απλογράφησης* των απλογραφήσεων
    αιτιατική την απλογράφηση τις απλογραφήσεις
     κλητική απλογράφηση απλογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απλογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλογράφηση < απλογραφ(ώ)[1] (-γραφη-) + -ση. Μορφολογικά, αναλύεται σε απλο- + -γράφηση.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ploˈɣɾa.fi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απλογράφηση θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

Η αρχή της απλογράφησης ισχύει στη γραφή ξένων λέξεων -όπως τα κύρια ονόματα- με ελληνικούς χαρακτήρες. Το αντίθετο είναι η αρχή της αντιστρεψιμότητας με προσπάθεια μεταγραμματισμού. Π.χ.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συγγενικά, αλλά με διαφορετική σημασία:

  • απλογραφία (φιλολογία, παλαιογραφία) ακούσια παράλειψη επαναλαμβανόμενου μέρους λέξης
  • απλολογία (γλωσσολογία) αποβολή ή σίγηση επαναλαμβανόμενης ή παρόμοιας συλλαβής
  • απλοποίηση (γλωσσολογία, φωνολογία) σίγηση φθόγγου που ανήκει σε πολύπλοκο σύμπλεγμα
  • απλοέπεια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)