καβαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καβαλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβαλῶ < καβάλα < βενετική cavala / υστερολατινική caballa < λατινική caballus
Ρήμα
επεξεργασίακαβαλώ/καβαλάω, αόρ.: καβάλησα, παθ.φωνή: καβαλιέμαι, π.αόρ.: καβαλήθηκα, μτχ.π.π.: καβαλημένος
- ανεβαίνω στη ράχη ενός ζώου (αλόγου, μουλαριού, γαϊδουριού) ιππεύω
- βρίσκομαι καθισμένος σε ένα αντικείμενο με τα δυο μου πόδια να κρέμονται από τις δύο πλευρές του, με τρόπο δηλαδή που θυμίζει το καβαλίκεμα ενός αλόγου
- (μεταφορικά, συνήθως σε σχέσεις μεταξύ προσώπων) εξουσιάζω, υπερέχω, έχω το πάνω χέρι
- ⮡ δυστυχώς ο φίλος μας δεν έχει καταλάβει πως η σύζυγός του τον έχει καβαλήσει και τον κάνει ό,τι θέλει εκείνη, το έχει στο σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
- συνουσιάζομαι ενεργητικά με
Εκφράσεις
επεξεργασία- καβαλάω το καλάμι:
- αποκτώ πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και νομίζω ότι είμαι ικανός για πράγματα που ξεπερνούν τις δυνατότητές μου
- τρελαίνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καβαλάω - καβαλώ | καβαλούσα | θα καβαλάω - καβαλώ | να καβαλάω - καβαλώ | καβαλώντας | |
β' ενικ. | καβαλάς | καβαλούσες | θα καβαλάς | να καβαλάς | καβάλα - καβάλαγε | |
γ' ενικ. | καβαλάει - καβαλά | καβαλούσε | θα καβαλάει - καβαλά | να καβαλάει - καβαλά | ||
α' πληθ. | καβαλάμε - καβαλούμε | καβαλούσαμε | θα καβαλάμε - καβαλούμε | να καβαλάμε - καβαλούμε | ||
β' πληθ. | καβαλάτε | καβαλούσατε | θα καβαλάτε | να καβαλάτε | καβαλάτε | |
γ' πληθ. | καβαλάν(ε) - καβαλούν(ε) | καβαλούσαν(ε) | θα καβαλάν(ε) - καβαλούν(ε) | να καβαλάν(ε) - καβαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καβάλησα | θα καβαλήσω | να καβαλήσω | καβαλήσει | ||
β' ενικ. | καβάλησες | θα καβαλήσεις | να καβαλήσεις | καβάλα - καβάλησε | ||
γ' ενικ. | καβάλησε | θα καβαλήσει | να καβαλήσει | |||
α' πληθ. | καβαλήσαμε | θα καβαλήσουμε | να καβαλήσουμε | |||
β' πληθ. | καβαλήσατε | θα καβαλήσετε | να καβαλήσετε | καβαλήστε | ||
γ' πληθ. | καβάλησαν καβαλήσαν(ε) |
θα καβαλήσουν(ε) | να καβαλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καβαλήσει | είχα καβαλήσει | θα έχω καβαλήσει | να έχω καβαλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καβαλήσει | είχες καβαλήσει | θα έχεις καβαλήσει | να έχεις καβαλήσει | έχε καβαλημένο | |
γ' ενικ. | έχει καβαλήσει | είχε καβαλήσει | θα έχει καβαλήσει | να έχει καβαλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καβαλήσει | είχαμε καβαλήσει | θα έχουμε καβαλήσει | να έχουμε καβαλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καβαλήσει | είχατε καβαλήσει | θα έχετε καβαλήσει | να έχετε καβαλήσει | έχετε καβαλημένο | |
γ' πληθ. | έχουν καβαλήσει | είχαν καβαλήσει | θα έχουν καβαλήσει | να έχουν καβαλήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καβαλημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καβαλημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καβαλημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καβαλημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καβαλιέμαι | καβαλιόμουν(α) | θα καβαλιέμαι | να καβαλιέμαι | ||
β' ενικ. | καβαλιέσαι | καβαλιόσουν(α) | θα καβαλιέσαι | να καβαλιέσαι | ||
γ' ενικ. | καβαλιέται | καβαλιόταν(ε) | θα καβαλιέται | να καβαλιέται | ||
α' πληθ. | καβαλιόμαστε | καβαλιόμαστε καβαλιόμασταν |
θα καβαλιόμαστε | να καβαλιόμαστε | ||
β' πληθ. | καβαλιέστε | καβαλιόσαστε καβαλιόσασταν |
θα καβαλιέστε | να καβαλιέστε | καβαλιέστε | |
γ' πληθ. | καβαλιούνται | καβαλιόνταν(ε) καβαλιούνταν καβαλιόντουσαν |
θα καβαλιούνται | να καβαλιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καβαλήθηκα | θα καβαληθώ | να καβαληθώ | καβαληθεί | ||
β' ενικ. | καβαλήθηκες | θα καβαληθείς | να καβαληθείς | καβαλήσου | ||
γ' ενικ. | καβαλήθηκε | θα καβαληθεί | να καβαληθεί | |||
α' πληθ. | καβαληθήκαμε | θα καβαληθούμε | να καβαληθούμε | |||
β' πληθ. | καβαληθήκατε | θα καβαληθείτε | να καβαληθείτε | καβαληθείτε | ||
γ' πληθ. | καβαλήθηκαν καβαληθήκαν(ε) |
θα καβαληθούν(ε) | να καβαληθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καβαληθεί | είχα καβαληθεί | θα έχω καβαληθεί | να έχω καβαληθεί | καβαλημένος | |
β' ενικ. | έχεις καβαληθεί | είχες καβαληθεί | θα έχεις καβαληθεί | να έχεις καβαληθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καβαληθεί | είχε καβαληθεί | θα έχει καβαληθεί | να έχει καβαληθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καβαληθεί | είχαμε καβαληθεί | θα έχουμε καβαληθεί | να έχουμε καβαληθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καβαληθεί | είχατε καβαληθεί | θα έχετε καβαληθεί | να έχετε καβαληθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καβαληθεί | είχαν καβαληθεί | θα έχουν καβαληθεί | να έχουν καβαληθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καβαλημένος - είμαστε, είστε, είναι καβαλημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καβαλημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καβαλημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καβαλημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καβαλημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καβαλημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καβαλημένοι |