Ετυμολογία

επεξεργασία
καβαλώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καβαλῶ < καβάλα < βενετική cavala / υστερολατινική caballa < λατινική caballus

καβαλώ/καβαλάω, αόρ.: καβάλησα, παθ.φωνή: καβαλιέμαι, π.αόρ.: καβαλήθηκα, μτχ.π.π.: καβαλημένος

  1. ανεβαίνω στη ράχη ενός ζώου (αλόγου, μουλαριού, γαϊδουριού) ιππεύω
  2. βρίσκομαι καθισμένος σε ένα αντικείμενο με τα δυο μου πόδια να κρέμονται από τις δύο πλευρές του, με τρόπο δηλαδή που θυμίζει το καβαλίκεμα ενός αλόγου
  3. (μεταφορικά, συνήθως σε σχέσεις μεταξύ προσώπων) εξουσιάζω, υπερέχω, έχω το πάνω χέρι
    ⮡  δυστυχώς ο φίλος μας δεν έχει καταλάβει πως η σύζυγός του τον έχει καβαλήσει και τον κάνει ό,τι θέλει εκείνη, το έχει στο σήκω σήκω, κάτσε κάτσε
  4. συνουσιάζομαι ενεργητικά με

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. αποκτώ πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου και νομίζω ότι είμαι ικανός για πράγματα που ξεπερνούν τις δυνατότητές μου
  2. τρελαίνομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία