καβαλημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβαλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καβαλάω, καβαλώ
Μετοχή επεξεργασία
καβαλημένος, -η, -ο
- που τον έχουν καβαλήσει
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβαλημένος
|
καβαλημένος, -η, -ο
|