↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καβαλημένος η καβαλημένη το καβαλημένο
      γενική του καβαλημένου της καβαλημένης του καβαλημένου
    αιτιατική τον καβαλημένο την καβαλημένη το καβαλημένο
     κλητική καβαλημένε καβαλημένη καβαλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καβαλημένοι οι καβαλημένες τα καβαλημένα
      γενική των καβαλημένων των καβαλημένων των καβαλημένων
    αιτιατική τους καβαλημένους τις καβαλημένες τα καβαλημένα
     κλητική καβαλημένοι καβαλημένες καβαλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καβαλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καβαλάω, καβαλώ

καβαλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία