Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιππεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ιππεύω
<
αρχαία ελληνική
ἱππεύω
<
ἵππος
+
-εύω
Ρήμα
Επεξεργασία
ιππεύω
ανεβαίνω
στην πλάτη ενός αλόγου και τρέχω, κάνω
ιππασία
Συνώνυμα
Επεξεργασία
καβαλώ
καβαλικεύω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ιππεύω
αγγλικά
:
ride
(en)
γαλλικά
:
monter
(fr)
γερμανικά
:
reiten
(de)