mount
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mount | mounts |
mount (en)
- το όρος, το βουνό
- ↪ Christ’s Sermon on the Mount - η επί του Όρους Ομιλία
- ↪ Mount Olympus - το όρος Όλυμπος
- → δείτε τη συντομογραφία Mt
- άλογο που το ιππεύει κάποιος
- ο αριθμός των ιππέων σε μια μονάδα ιππικού
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | mount |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mounts |
αόριστος | mounted |
παθητική μετοχή | mounted |
ενεργητική μετοχή | mounting |
mount (en)
- ανεβαίνω (π.χ σκαλιά, στη σέλα ενός αλόγου), καβαλάω
- ↪ He mounted his motorcycle and left in a flash.
- Καβάλησε τη μοτοσικλέτα του κι έφυγε σαν αστραπή.
- ↪ He mounted his motorcycle and left in a flash.
- στερεώνω ένα αντικείμενο σε μια βάση
- συναρμολογώ, μοντάρω
- (πληροφορική) προσαρτώ μια μονάδα αποθήκευσης ώστε να αναγνωρίζεται από το λειτουργικό σύστημα
- (αργκό) καβαλάω (έρχομαι σε σεξουαλική επαφή)
- εξαπολύω στρατιωτική επίθεση
Πηγές
επεξεργασία- mount (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- mount (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634. ISBN 9780194325684., λήμμα: όρος1