Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mount mounts

mount (en)

  1. το όρος, το βουνό
    ⮡  Christ’s Sermon on the Mount - η επί του Όρους Ομιλία
    ⮡  Mount Olympus - το όρος Όλυμπος
    → δείτε τη συντομογραφία Mt
  2. άλογο που το ιππεύει κάποιος
  3. ο αριθμός των ιππέων σε μια μονάδα ιππικού
ενεστώτας mount
γ΄ ενικό ενεστώτα mounts
αόριστος mounted
παθητική μετοχή mounted
ενεργητική μετοχή mounting

mount (en)

  1. ανεβαίνω (π.χ σκαλιά, στη σέλα ενός αλόγου), καβαλάω
    ⮡  He mounted his motorcycle and left in a flash.
    Καβάλησε τη μοτοσικλέτα του κι έφυγε σαν αστραπή.
  2. στερεώνω ένα αντικείμενο σε μια βάση
  3. συναρμολογώ, μοντάρω
  4. (πληροφορική) προσαρτώ μια μονάδα αποθήκευσης ώστε να αναγνωρίζεται από το λειτουργικό σύστημα
  5. (αργκό) καβαλάω (έρχομαι σε σεξουαλική επαφή)
  6. εξαπολύω στρατιωτική επίθεση