συναρμολογώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συναρμολογώ < ελληνιστική κοινή συναρμολογέω / συναρμολογῶ < σύν + ἁρμολογέω / ἁρμολογῶ < αρχαία ελληνική ἁρμός < ἀραρίσκω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sinaɾmɔlɔˈɣɔ/
- συλλαβισμός : συ‐ναρ‐μο‐λο‐γώ
- παλαιός συλλαβισμός : συν‐αρ‐μο‐λο‐γώ
ΡήμαΕπεξεργασία
συναρμολογώ (παθητική φωνή: συναρμολογούμαι)
- συνταιριάζω και συνδέω τα κομμάτια ή τμήματα ενός πράγματος / αντικειμένου, ώστε να το καταστήσω ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό (και αρμονικό) σύνολο
- (μεταφορικά) συνδυάζω, συσχετίζω
Επεξεργασία
- ασυναρμολόγητος
- συναρμολόγημα
- συναρμολογημένος
- συναρμολόγηση
- συναρμολογητής
- συναρμολογήτρια
- συναρμολογούμενο
- συναρμολογούμενος
- → δείτε τις λέξεις συν, αρμολογώ, αρμός και λέγω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναρμολογώ | συναρμολογούσα | θα συναρμολογώ | να συναρμολογώ | συναρμολογώντας | |
β' ενικ. | συναρμολογείς | συναρμολογούσες | θα συναρμολογείς | να συναρμολογείς | (συναρμολόγει) | |
γ' ενικ. | συναρμολογεί | συναρμολογούσε | θα συναρμολογεί | να συναρμολογεί | ||
α' πληθ. | συναρμολογούμε | συναρμολογούσαμε | θα συναρμολογούμε | να συναρμολογούμε | ||
β' πληθ. | συναρμολογείτε | συναρμολογούσατε | θα συναρμολογείτε | να συναρμολογείτε | συναρμολογείτε | |
γ' πληθ. | συναρμολογούν(ε) | συναρμολογούσαν(ε) | θα συναρμολογούν(ε) | να συναρμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναρμολόγησα | θα συναρμολογήσω | να συναρμολογήσω | συναρμολογήσει | ||
β' ενικ. | συναρμολόγησες | θα συναρμολογήσεις | να συναρμολογήσεις | συναρμολόγησε | ||
γ' ενικ. | συναρμολόγησε | θα συναρμολογήσει | να συναρμολογήσει | |||
α' πληθ. | συναρμολογήσαμε | θα συναρμολογήσουμε | να συναρμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | συναρμολογήσατε | θα συναρμολογήσετε | να συναρμολογήσετε | συναρμολογήστε | ||
γ' πληθ. | συναρμολόγησαν συναρμολογήσαν(ε) |
θα συναρμολογήσουν(ε) | να συναρμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναρμολογήσει | είχα συναρμολογήσει | θα έχω συναρμολογήσει | να έχω συναρμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναρμολογήσει | είχες συναρμολογήσει | θα έχεις συναρμολογήσει | να έχεις συναρμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναρμολογήσει | είχε συναρμολογήσει | θα έχει συναρμολογήσει | να έχει συναρμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναρμολογήσει | είχαμε συναρμολογήσει | θα έχουμε συναρμολογήσει | να έχουμε συναρμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναρμολογήσει | είχατε συναρμολογήσει | θα έχετε συναρμολογήσει | να έχετε συναρμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναρμολογήσει | είχαν συναρμολογήσει | θα έχουν συναρμολογήσει | να έχουν συναρμολογήσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συναρμολογώ