Δείτε επίσης: συναρμολογῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναρμολογώ
παλιότερος συλλαβισμός: συναρμολογώ

συναρμολογώ, αόρ.: συναρμολόγησα, παθ.φωνή: συναρμολογούμαι, π.αόρ.: συναρμολογήθηκα, μτχ.π.π.: συναρμολογημένος

  1. συνταιριάζω και συνδέω τα κομμάτια ή τμήματα ενός πράγματος / αντικειμένου, ώστε να το καταστήσω ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό (και αρμονικό) σύνολο
     συνώνυμα: μοντάρω, συναρμόζω
  2. (μεταφορικά) συνδυάζω, συσχετίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία