Δείτε επίσης: συναρμολογῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναρμολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναρμολογέω / συναρμολογῶ < συν- + ἁρμολογέω / ἁρμολογῶ < αρχαία ελληνική ἁρμός < ἀραρίσκω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ναρ‐μο‐λο‐γώ
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐αρ‐μο‐λο‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

συναρμολογώ, αόρ.: συναρμολόγησα, παθ.φωνή: συναρμολογούμαι, π.αόρ.: συναρμολογήθηκα, μτχ.π.π.: συναρμολογημένος

  1. συνταιριάζω και συνδέω τα κομμάτια ή τμήματα ενός πράγματος / αντικειμένου, ώστε να το καταστήσω ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό (και αρμονικό) σύνολο
     συνώνυμα: μοντάρω, συναρμόζω
  2. (μεταφορικά) συνδυάζω, συσχετίζω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν, αρμολογώ, αρμός και λέγω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία