Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρμολογέω < λείπει η ετυμολογία

ἁρμολογέω/ἁρμολογῶ (συνηρημένο) (ελληνιστική κοινή)

  1. ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω
  2. τακτοποιώ, οργανώνω

Παράγωγα

επεξεργασία