Δείτε επίσης: αρμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁρμός οἱ ἁρμοί
      γενική τοῦ ἁρμοῦ τῶν ἁρμῶν
      δοτική τῷ ἁρμ τοῖς ἁρμοῖς
    αιτιατική τὸν ἁρμόν τοὺς ἁρμούς
     κλητική ! ἁρμέ ἁρμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁρμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἁρμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρμός < *ἄρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁρμός, -οῦ αρσενικό

  1. (στον πληθυντικό) τα στερεώματα της πόρτας, μάνταλο της πόρτας
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1315 (1314-1316)
    χαλᾶτε κλῇδας ὡς τάχιστα, πρόσπολοι, | ἐκλύεθ᾽ ἁρμούς, ὡς ἴδω διπλοῦν κακόν | τοὺς μὲν θανόντας, τὴν δὲ — τείσωμαι δίκην.
    Tραβήξτε γρήγορα τις αμπάρες, δούλοι, | ελευθερώστε τα μάνταλα, να δω το διπλό κακό, | τα παιδιά μου νεκρά, και αυτή — εκδίκηση!
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. (ανατομία) η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Μακκαβαίων Δ', 10.5, @scaife.perseus
    οἱ δὲ πικρῶς ἐνέγκαντες τὴν παρρησίαν τοῦ ἀνδρός, ἀρθρεμβόλοις ὀργάνοις τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν καὶ ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον,
  3. (για πόρτα) ρωγμή, χαραμάδα
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 3.2
    ἀποβαλεῖν δὲ τῶν ὄψεων αὐτὸν τὴν ἑτέραν, ἣν τῷ τῆς θύρας ἁρμῷ προσβαλών, κατώπτευσεν ἐν μορφῇ δράκοντος συνευναζόμενον τῇ γυναικὶ τὸν θεόν.
    ακόμη ο χρησμός έλεγε ότι θα χάσει το ένα από τα δύο μάτια του, εκείνο που κόλλησε στη χαραμάδα της πόρτας και είδε τον θεό να κοιμάται με τη γυναίκα του με τη μορφή φιδιού.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr