Δείτε επίσης: συναρμολογοῦμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.loˈɣu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ναρ‐μο‐λο‐γού‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐αρ‐μο‐λο‐γού‐μαι
ομόηχο: συναρμολογούμε

συναρμολογούμαι, π.αόρ.: συναρμολογήθηκα, μτχ.π.π.: συναρμολογημένος, (ενεργ.: συναρμολογώ)

  • παθητική φωνή του ρήματος συναρμολογώ → δείτε και την κλίση 
    ⮡  Συναρμολογήθηκε στραβά. Φτου κι απ' την αρχή! Καλύτερα να έδινα τα 20 ευρώ να μου το συναρμολογούσαν στο μαγαζί που το αγόρασα