συναρμολογήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναρμολογήτρια < συναρμολογη(τής) + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναρμολογήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του συναρμολογητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναρμολογήτρια
|
συναρμολογήτρια θηλυκό
|