συναρμολογούμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναρμολογούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συναρμολογούμενος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναρμολογούμενο ουδέτερο
- αντικείμενο για χομπίστες που αποτελείται από ξεχωριστά τμήματα τα οποία πρέπει ο χομπίστας να ενώσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναρμολογούμενο
|