αγοράκι που βάφει ένα συναρμολογούμενο(1)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναρμολογούμενο τα συναρμολογούμενα
      γενική του συναρμολογούμενου των συναρμολογούμενων
    αιτιατική το συναρμολογούμενο τα συναρμολογούμενα
     κλητική συναρμολογούμενο συναρμολογούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναρμολογούμενο ουδέτερο

  • αντικείμενο για χομπίστες που αποτελείται από ξεχωριστά τμήματα τα οποία πρέπει ο χομπίστας να ενώσει

Μεταφράσεις

επεξεργασία