Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αγοράκι που βάφει ένα συναρμολογούμενο(1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναρμολογούμενο τα συναρμολογούμενα
      γενική του συναρμολογούμενου των συναρμολογούμενων
    αιτιατική το συναρμολογούμενο τα συναρμολογούμενα
     κλητική συναρμολογούμενο συναρμολογούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναρμολογούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συναρμολογούμενος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναρμολογούμενο ουδέτερο

  • αντικείμενο για χομπίστες που αποτελείται από ξεχωριστά τμήματα τα οποία πρέπει ο χομπίστας να ενώσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία