Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας piece together
γ΄ ενικό ενεστώτα pieces together
αόριστος pieced together
παθητική μετοχή pieced together
ενεργητική μετοχή piecing together

  Ετυμολογία επεξεργασία

piece together < → δείτε τις λέξεις piece και together

  Ρήμα επεξεργασία

piece together (en)

  1. συνδυάζω, συναρμολογώ, κατανοώ μια ιστορία, μια κατάσταση κτλ. λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν
    If you piece together all of these facts/all these details…
    Αν συνδυάζεις όλ' αυτά τα γεγονότα/όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
    She pieced together a story/theory.
    Συναρμολόγησε μια ιστορία/θεωρία.
  2. κολλάω τα κομμάτια, συναρμολογώ, μοντάρω, ενώνω όλα τα χωριστά μέρη ενός πράγματος μαζί για να φτιάξω ένα πλήρες σύνολο
    I piece together a vase.
    Κολλώ τα κομμάτια ενός βάζου.
    It’s easier to take apart a watch than piecing it together.
    Είναι ευκολότερο να λύσεις ένα ρολόι παρά να το συναρμολογήσεις.
    He had taken apart his watch and was now trying to piece it (back) together.
    Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
     συνώνυμα:  assemble και put together
     συνώνυμα: take apart

  Πηγές επεξεργασία