piece together
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | piece together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pieces together |
αόριστος | pieced together |
παθητική μετοχή | pieced together |
ενεργητική μετοχή | piecing together |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαpiece together (en)
- συνδυάζω, συναρμολογώ, κατανοώ μια ιστορία, μια κατάσταση κτλ. λαμβάνοντας υπόψη όλα τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν
- ⮡ If you piece together all of these facts/all these details…
- Αν συνδυάζεις όλ' αυτά τα γεγονότα/όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
- ⮡ She pieced together a story/theory.
- Συναρμολόγησε μια ιστορία/θεωρία.
- ⮡ If you piece together all of these facts/all these details…
- κολλάω τα κομμάτια, συναρμολογώ, μοντάρω, ενώνω όλα τα χωριστά μέρη ενός πράγματος μαζί για να φτιάξω ένα πλήρες σύνολο
- ⮡ I piece together a vase.
- Κολλώ τα κομμάτια ενός βάζου.
- ⮡ It’s easier to take apart a watch than piecing it together.
- Είναι ευκολότερο να λύσεις ένα ρολόι παρά να το συναρμολογήσεις.
- ⮡ He had taken apart his watch and was now trying to piece it (back) together.
- Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
- ≈ συνώνυμα: assemble και put together
- ≈ συνώνυμα: take apart
- ⮡ I piece together a vase.
Πηγές
επεξεργασία- piece together - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ