put together
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | put together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts together |
αόριστος | put together |
παθητική μετοχή | put together |
ενεργητική μετοχή | putting together |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
put together (en)
- συναρμολογώ, μοντάρω, φτιάχνω ή ετοιμάζω κάτι συναρμολογώντας κομμάτια μεταξύ τους
- ↪ These TVs are put together in Greece.
- Αυτές οι τηλεοράσεις συναρμολογούνται στην Ελλάδα.
- ↪ He had taken apart his watch and was now trying to put it (back) together.
- Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη piece together
- ↪ These TVs are put together in Greece.
- συμπεραίνω, ερμηνεύω δεδομένα