ενεστώτας put together
γ΄ ενικό ενεστώτα puts together
αόριστος put together
παθητική μετοχή put together
ενεργητική μετοχή putting together

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put together < → δείτε τις λέξεις put και together

put together (en)

  1. συναρμολογώ, μοντάρω, φτιάχνω ή ετοιμάζω κάτι συναρμολογώντας κομμάτια μεταξύ τους
    These TVs are put together in Greece.
    Αυτές οι τηλεοράσεις συναρμολογούνται στην Ελλάδα.
    He had taken apart his watch and was now trying to put it (back) together.
    Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη piece together
  2. συμπεραίνω, ερμηνεύω δεδομένα
    From her letters, I put together that she is unhappy.
    Από τα γράμματά της συμπέρανα πως είναι δυστυχισμένη.
     συνώνυμα: put two and two together