put together
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | put together |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts together |
αόριστος | put together |
παθητική μετοχή | put together |
ενεργητική μετοχή | putting together |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ρήμα Επεξεργασία
put together (en)
- συναρμολογώ, μοντάρω
- συμπεραίνω, ερμηνεύω δεδομένα