Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας take apart
γ΄ ενικό ενεστώτα takes apart
αόριστος took apart
παθητική μετοχή taken apart
ενεργητική μετοχή taking apart

  Ετυμολογία επεξεργασία

take apart < → δείτε τις λέξεις take και apart

  Ρήμα επεξεργασία

take apart (en)

  • λύνω, χωρίζω ένα μηχάνημα ή ένα κομμάτι εξοπλισμού στα διάφορα μέρη από τα οποία είναι κατασκευασμένο
    He had taken apart his watch and was now trying to put it back together.
    Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disassemble
     αντώνυμα: piece together

  Πηγές επεξεργασία