ενεστώτας disassemble
γ΄ ενικό ενεστώτα disassembles
αόριστος disassembled
παθητική μετοχή disassembled
ενεργητική μετοχή disassembling

  Ετυμολογία

επεξεργασία
disassemble < dis- + assemble

disassemble (en)

  • (μεταβατικό) αποσυναρμολογώ, διαλύω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται
    He disassembled his computer and can’t put it back together.
    Αποσυναρμολόγησε το κομπιούτερ του και δεν μπόρεσε να το ξανασυναρμολογήσει.
    The car can be disassembled into many separate pieces.
    Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
    They disassembled the engine.
    Διέλυσαν τη μηχανή.
     συνώνυμα:  dismantle και take apart
     αντώνυμα: assemble