Ετυμολογία

επεξεργασία
αποσυναρμολογώ < απο- + συναρμολογώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disassemble)

αποσυναρμολογώ (παθητική φωνή: αποσυναρμολογούμαι)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία