συναρμολόγημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναρμολόγημα (μαρτυρείται από το 1856) [1] < συναρμολογώ + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναρμολόγημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του συναρμολογώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναρμολόγημα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 953, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου