• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καβαλίκεμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καβαλίκεμα τα καβαλικέματα
      γενική του καβαλικέματος των καβαλικεμάτων
    αιτιατική το καβαλίκεμα τα καβαλικέματα
     κλητική καβαλίκεμα καβαλικέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καβαλίκεμα < καβαλικεύω + -μα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

καβαλίκεμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του καβαλικεύω

Συνώνυμα Επεξεργασία

  • καβάλημα

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

    καβαλίκεμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καβαλίκεμα&oldid=5479086"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 17:46

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 17:46.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie