Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβαλαρία οι καβαλαρίες
      γενική της καβαλαρίας των καβαλαριών
    αιτιατική την καβαλαρία τις καβαλαρίες
     κλητική καβαλαρία καβαλαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καβαλαρία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καβαλαρία θηλυκό

  1. ομάδα ιππέων, ιππικό
    Φεύγοντας από την Άρτα, η Τουρκιά, πεζούρα και καβαλαρία, μας πήρε κοντά και σκλάβωνε ανθρώπους και σκότωνε. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη)

  Επίρρημα επεξεργασία

καβαλαρία

  1. καβάλα σε άλογο ή άλλο ζώο
    πηγαίναμε όλοι καβαλαρία στο επάνω χωριό