ιππότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιππότης | οι | ιππότες |
γενική | του | ιππότη | των | ιπποτών |
αιτιατική | τον | ιππότη | τους | ιππότες |
κλητική | ιππότη | ιππότες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιππότης < αρχαία ελληνική ἱππότης
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιππότης αρσενικό
- (ιστορία) κατά τον Μεσαίωνα, τίτλος ευγενείας για βαριά οπλισμένους έφιππους πολεμιστές, που μάχονταν με κάποιο τάγμα
- οι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης
- (ιστορία) μοναχός που ανήκε σε ένοπλο τάγμα και, δηλώνοντας πίστη στον Θεό, πολεμούσε τους απίστους
- οι ιππότες του Ναού
- άνδρας με ιπποτική και περιποιητική συμπεριφορά προς τις γυναίκες
- ο νεαρός ρομαντικός εραστής που διαθέτει ομορφιά κι ευγένεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιππότης
|