ἱππότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἱπποτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἱππότης | οἱ | ἱππόται | |
γενική | τοῦ | ἱππότου | τῶν | ἱπποτῶν | |
δοτική | τῷ | ἱππότῃ | τοῖς | ἱππόταις | |
αιτιατική | τὸν | ἱππότην | τοὺς | ἱππότᾱς | |
κλητική ὦ! | ἱππότᾰ | ἱππόται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱππότᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱππόταιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱππότης αρσενικό (θηλυκό ἱππότις)
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ἱπποτητ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | ἱππότης | αἱ | ἱππότητες | ||||
γενική | τῆς | ἱππότητος | τῶν | ἱπποτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἱππότητῐ | ταῖς | ἱππότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἱππότητᾰ | τὰς | ἱππότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἱππότης | ἱππότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱππότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ἱππότης < αρχαία ελληνική ἵππο(ς) + -της, ἵππ(ος) + -ότης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἱππότης θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η φύση ενός αλόγου, η έννοια ενός αλόγου
Πηγές
επεξεργασία- ἱππότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱππότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.