Ετυμολογία

επεξεργασία
chevalier < chevaler < λατινική caballarius, κατά το cheval

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chevalier chevaliers

chevalier (fr) αρσενικό

  1. ο ιππότης

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet chevaliers chevalier
cas régime chevalier chevaliers

chevalier (fr) αρσενικό

  1. ο ιππότης

Δείτε επίσης

επεξεργασία