συνεργάτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεργάτρια < συνεργάτης + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεργάτρια θηλυκό
- θηλυκό του συνεργάτης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεργάτρια
|
συνεργάτρια θηλυκό
|