Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεργάτις οι συνεργάτιδες
      γενική της συνεργάτιδος
(συνεργάτιδας)
των συνεργατίδων
(συνεργάτιδων)
    αιτιατική τη συνεργάτιδα τις συνεργάτιδες
     κλητική συνεργάτι (συνεργάτις) συνεργάτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεργάτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργάτις < συν- + ἐργάτις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεργάτις θηλυκό


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συνεργᾰτῐδ-
ονομαστική συνεργάτις αἱ συνεργάτιδες
      γενική τῆς συνεργάτιδος τῶν συνεργατίδων
      δοτική τῇ συνεργάτιδ ταῖς συνεργάτισ(ν)
    αιτιατική τὴν συνεργάτιν τὰς συνεργάτιδᾰς
     κλητική ! συνεργάτι συνεργάτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεργάτιδε
γεν-δοτ τοῖν  συνεργατίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεργάτις < συν- + ἐργάτις < ἐργάτης < ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεργάτις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία