πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συνεργᾰτῐδ-
ονομαστική συνεργάτις αἱ συνεργάτιδες
      γενική τῆς συνεργάτιδος τῶν συνεργατίδων
      δοτική τῇ συνεργάτιδ ταῖς συνεργάτισ(ν)
    αιτιατική τὴν συνεργάτιν τὰς συνεργάτιδᾰς
     κλητική ! συνεργάτι συνεργάτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνεργάτιδε
γεν-δοτ τοῖν  συνεργατίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεργάτις < συν- + ἐργάτις < ἐργάτης < ἔργον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεργάτις θηλυκό