συνεργάτις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεργάτις | οι | συνεργάτιδες |
γενική | της | συνεργάτιδος (συνεργάτιδας) |
των | συνεργατίδων (συνεργάτιδων) |
αιτιατική | τη | συνεργάτιδα | τις | συνεργάτιδες |
κλητική | συνεργάτι (συνεργάτις) | συνεργάτιδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνεργάτις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεργάτις < συν- + ἐργάτις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεργάτις θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
συνεργᾰτῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | συνεργάτις | αἱ | συνεργάτιδες | |
γενική | τῆς | συνεργάτιδος | τῶν | συνεργατίδων | |
δοτική | τῇ | συνεργάτιδῐ | ταῖς | συνεργάτισῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | συνεργάτιν | τὰς | συνεργάτιδᾰς | |
κλητική ὦ! | συνεργάτι | συνεργάτιδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεργάτιδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεργατίδοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνεργάτις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- συνεργάτις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.