ἑταῖρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ἑταῖρος < ἔτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swé (ἑός)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἑταῖρος αρσενικό και στην ιωνική ἕταρος (θηλ. ἑταίρα)
- φίλος
- συμπολεμιστής
- ομοϊδεάτης (εκείνος που ανήκει στην ίδια πολιτική παράταξη,αλλά αυτό συνήθως στον πληθυντικό, οι ἑταῖροι)
- συνάδελφος, συνέταιρος
- συνοδός
- οπαδός, μαθητής
- κοινωνός της ίδιας τάξης, σύνδουλος
- ο ευγενής που υπηρετούσε στο ομώνυμο σώμα του μακεδονικού ιππικού
- ο εραστής