ἑταιρεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἑταιρείᾱ | αἱ | ἑταιρεῖαι |
γενική | τῆς | ἑταιρείᾱς | τῶν | ἑταιρειῶν |
δοτική | τῇ | ἑταιρείᾳ | ταῖς | ἑταιρείαις |
αιτιατική | τὴν | ἑταιρείᾱν | τὰς | ἑταιρείᾱς |
κλητική ὦ! | ἑταιρείᾱ | ἑταιρεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑταιρείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑταιρείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἑταιρεία θηλυκό
- όμιλος εταίρων, αδελφότητα, ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινό σκοπό
- (για ζώα) αγέλη
- (πολιτική) πολιτικό κόμμα
- ασελγής βίος
- (γενικά) η φιλία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἑταιρεία
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ἑταιρεῖος
Πηγές
επεξεργασία- ἑταιρεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑταιρεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.