ἔτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἔτης | οἱ | ἔται |
γενική | τοῦ | ἔτου | τῶν | ἐτῶν |
δοτική | τῷ | ἔτῃ | τοῖς | ἔταις |
αιτιατική | τὸν | ἔτην | τοὺς | ἔτᾱς |
κλητική ὦ! | ἔτᾰ | ἔται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἔταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔτης < *ϝέτης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé (ἑός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔτης αρσενικό (πιο σύνηθες στον πληθ.: οἱ ἔται)
- ο κοινός λαός, οι κοινοί θνητοί, οι απλοί άνθρωποι, ο απλός πολίτης που δεν έχει κάποιο αξίωμα
- ο συμπατριώτης, ο συγγενής, ο συνδημότης, ο γείτονας, ο οικείος, ο ομόφυλος, δηλαδή της ίδιας φυλής
Άλλες μορφές
επεξεργασία- στον Όμηρο, πάντα πληθυντικός οἱ ἔται
- ηλειακός τύπος : ϝέτας
Πηγές
επεξεργασία- ἔτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.