Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπατριώτης οι συμπατριώτες
      γενική του συμπατριώτη των συμπατριωτών
    αιτιατική τον συμπατριώτη τους συμπατριώτες
     κλητική συμπατριώτη συμπατριώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπατριώτης < ελληνιστική < συν + πατριώτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπατριώτης αρσενικό

  1. που είναι από την ίδια χώρα
  2. (ειδικότερα) που είναι από τον ίδιο τόπο
  3. ομοεθνής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • χρησιμοποιείται κυρίως όταν αναφερόμαστε έμμεσα σε κάποιο πρόσωπο ενώ στον ευθύ λόγο χρησιμοποιείται συνήθως το πατριώτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία