συμπατριώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπατριώτισσα < συμπατριώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπατριώτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη συμπατριώτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπατριώτισσα
συμπατριώτισσα θηλυκό