Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ̃.pa.tʁjɔt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
compatriote compatriotes

compatriote (fr) αρσενικό ή θηλυκό