πατριώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατριώτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατριώτης
- που τιμά την πατρίδα του < (άμεσο δάνειο) γαλλική patriote < υστερολατινική patriota < αρχαία ελληνική πατριώτης[1]
- Συγχρονικά αναλύεται σε πάτρ(ιος) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tɾiˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐ώ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριώτης αρσενικό (θηλυκό πατριώτισσα)
- αυτός που κατάγεται από την ίδια πατρίδα
- ≈ συνώνυμα: συντοπίτης
- και υποκοριστικό πατριωτάκι
- αυτός που τιμά, που αγαπάει την πατρίδα του, αυτός που θυσιάζεται γι' αυτήν
- ※ Ύστερα ο φλογερός πατριώτης Κώστας Κασομούλης έτρεξε βοήθεια στη Νάουσα, όπου τον περίμενε ο τίμιος και ηρωϊκός θάνατός του [μεταγραφή σε μονοτονικό]
- Κασομούλης, Νικόλαος (1939) Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833), Τόμος Α΄, @books.google, ανατύπωση
- ≈ συνώνυμα: φιλόπατρις
- ※ Ύστερα ο φλογερός πατριώτης Κώστας Κασομούλης έτρεξε βοήθεια στη Νάουσα, όπου τον περίμενε ο τίμιος και ηρωϊκός θάνατός του [μεταγραφή σε μονοτονικό]
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία από την ίδια πατρίδα
που αγαπάει την πατρίδα του
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πατριώτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- πατριώτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)