Δείτε επίσης: ἄπατρις

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άπατρις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄπατρις < (ά-) ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική πατρίς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.pa.tɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐πα‐τρις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η άπατρις οι απάτριδες
      γενική του/της απάτριδος των απάτριδων
{απατρίδων}
    αιτιατική τον/την απάτριδα
{άπατριν}
τους/τις απάτριδες
     κλητική άπατρις απάτριδες
{λόγιοι παλιότεροι τύποι}
Δείτε και το επίθετο άπατρις, -ις, ι και στη δημοτική απάτριδος, -η, -ο.
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

άπατρις αρσενικό ή θηλυκό

  Επίθετο

επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

άπατρις, άπατρις, άπατρι

  1. που δεν έχει πατρίδα
  2. που δεν αγαπά την πατρίδα του, που δρα ενάντια στην ίδια του την πατρίδα
     αντώνυμα: φιλόπατρις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πατρίδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία