άπατρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | άπατρις | οι | απάτριδες |
γενική | του/της | απάτριδος | των | απατρίδων & απάτριδων |
αιτιατική | τον/την | απάτριδα & άπατριν |
τους/τις | απάτριδες |
κλητική | άπατρις | απάτριδες | ||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άπατρις < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἄπατρις < (ά-) ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική πατρίς
Επίθετο
επεξεργασίαάπατρις αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία που είναι χωρίς πατρίδα
που δεν αγαπά την πατρίδα του
Πηγές
επεξεργασία- άπατρις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)