stateless
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαstateless (en)
- άπατρις
- (επιστήμη υπολογιστών) ακαταστασικός, -ή, -ό [1]
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- stateless στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ακαταστασικός» από αναζήτηση «stateless» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.