Ετυμολογία

επεξεργασία
stateless < state + -less

  Επίθετο

επεξεργασία

stateless (en)

  1. άπατρις
  2. (επιστήμη υπολογιστών) ακαταστασικός, -ή, -ό [1]
     αντώνυμα: stateful

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • stateless στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «ακαταστασικός» από αναζήτηση «stateless» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.