πατριωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατριωτικός < αρχαία ελληνική πατριωτικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική patriotique < patriote
Επίθετο επεξεργασία
πατριωτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στον πατριωτισμό ή χαρακτηρίζεται από πατριωτισμό, από αγάπη για την πατρίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πατριωτικός, -ή, -όν
- Βυζάντιοι δὲ δεηθέντες χρημάτων τὰ τεμένη τὰ δημόσια ἀπέδοντο͵ τὰ μὲν κάρπιμα χρόνον τινά͵ τὰ δὲ ἄκαρπα ἀεννάως· τά τε θιασωτικὰ καὶ τὰ πατριωτικὰ ὡσαύτως· (Αριστοτέλης, Οικονομικός, 1346b)
- οι κάτοικοι του Βυζαντίου έχοντας ανάγκη χρημάτων πώλησαν τα δημόσια "τεμένη" (αφιερωμένα κτήματα), όσα ήταν καρπερά για κάποιο χρονικό διάστημα, και τα ακαλλιέργητα για πάντα· το ίδιο έκαναν και για όσα ανήκαν σε (λατρευτικούς) "θιάσους" ή προγονικές λατρείες