πατριωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατριωτικά < πατριωτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
πατριωτικά
- από πατριωτικής απόψεως, με πατριωτικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατριωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πατριωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πατριωτικός