πατριωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατριωτισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική patriotisme[1] < patriote < αρχαία ελληνική πατριώτης. Διαφορετικό η αρχαία ελληνική πατριωτικός (από την ίδια πατριά). [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.tɾi.o.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τρι‐ω‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριωτισμός αρσενικό
- η φιλοπατρία
- ※ Είναι γνωστή η ρήση του Ντε Γκωλ, που φαίνεται να απαντά σε αυτό το ερώτημα: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ' όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ' όλα το μίσος για τις άλλες». Είναι γνωστό επίσης ότι ο όρος «σωβινισμός» σημαίνει τον υπερβολικό, πολεμοχαρή και φανατικό εθνικισμό και προέρχεται από τον γραφικό, ξεχασμένο ήδη στην εποχή του, γάλλο στρατιώτη της εποχής του Ναπολέοντα, τον Nicolas Chauvin. (εφημερίδα Το Βήμα, 9/3/2008
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατριωτισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «πατριώτης» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ πατριωτισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατριωτισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.