φιλοπατρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοπατρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλοπατρία[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.lo.paˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λο‐πα‐τρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοπατρία θηλυκό
- η αγάπη προς την πατρίδα, ο πατριωτισμός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φιλοπατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας