Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοπατρία οι φιλοπατρίες
      γενική της φιλοπατρίας των φιλοπατριών
    αιτιατική τη φιλοπατρία τις φιλοπατρίες
     κλητική φιλοπατρία φιλοπατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοπατρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλοπατρία[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.lo.paˈtɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λο‐πα‐τρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλοπατρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία