Ετυμολογία

επεξεργασία
patrie < λατινική patria < pater

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.tʁi/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patrie patries

patrie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

patrie (ro) θηλυκό