Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.tʁi.jɔ.tism/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
patriotisme patriotismes

patriotisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία