πατριωτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πατριωτάκι | τα | πατριωτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πατριωτάκι | τα | πατριωτάκια |
κλητική | πατριωτάκι | πατριωτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατριωτάκι < πατριώτης + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατριωτάκι ουδέτερο