Αφροδίτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αφροδίτη | οι | Αφροδίτες |
γενική | της | Αφροδίτης | των | (Αφροδιτών) |
αιτιατική | την | Αφροδίτη | τις | Αφροδίτες |
κλητική | Αφροδίτη | Αφροδίτες | ||
Για τη θεά ή τον πλανήτη, στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αφροδίτη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀφροδίτη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.fɾoˈði.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐φρο‐δί‐τη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αφροδίτη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) θεά του έρωτα και της ομορφιάς στην αρχαία ελληνική μυθολογία
- στη ρωμαϊκή μυθολογία → δείτε Venus
- (αστρονομία) ο δεύτερος σε σειρά από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος
- ≈ συνώνυμα: Αυγερινός, Αποσπερίτης (κοινές ονομασίες)
- γυναικείο όνομα
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
αφροδι-
αφροδι-
Δε σχετίζεται το αφρός.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Αφροδίτη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία
πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος
Πηγές επεξεργασία
- Αφροδίτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Αφροδίτη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
- Αφροδίτη - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας