Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιαφροδισιακός η αντιαφροδισιακή το αντιαφροδισιακό
      γενική του αντιαφροδισιακού της αντιαφροδισιακής του αντιαφροδισιακού
    αιτιατική τον αντιαφροδισιακό την αντιαφροδισιακή το αντιαφροδισιακό
     κλητική αντιαφροδισιακέ αντιαφροδισιακή αντιαφροδισιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιαφροδισιακοί οι αντιαφροδισιακές τα αντιαφροδισιακά
      γενική των αντιαφροδισιακών των αντιαφροδισιακών των αντιαφροδισιακών
    αιτιατική τους αντιαφροδισιακούς τις αντιαφροδισιακές τα αντιαφροδισιακά
     κλητική αντιαφροδισιακοί αντιαφροδισιακές αντιαφροδισιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιαφροδισιακός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αντιαφροδισιακός

  1. που συμβάλλει στην πρόληψη ή την καταπολέμηση των αφροδισίων νοσημάτων
    αντιαφροδισιακό ιατρείο
  2. που εμποδίζει την ερωτική επιθυμία ή δραστηριότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία