αντιαφροδισιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιαφροδισιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αντιαφροδισιακός
- που συμβάλλει στην πρόληψη ή την καταπολέμηση των αφροδισίων νοσημάτων
- αντιαφροδισιακό ιατρείο
- που εμποδίζει την ερωτική επιθυμία ή δραστηριότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιαφροδισιακός