αφροδισιολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααφροδισιολογία θηλυκό
- (ιατρική) ιατρικός κλάδος που ασχολείται με τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αφροδισιολογία
|