Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφροδισιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀφροδισιακός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφροδισιακ
ός
η
αφροδισιακ
ή
το
αφροδισιακ
ό
γενική
του
αφροδισιακ
ού
της
αφροδισιακ
ής
του
αφροδισιακ
ού
αιτιατική
τον
αφροδισιακ
ό
την
αφροδισιακ
ή
το
αφροδισιακ
ό
κλητική
αφροδισιακ
έ
αφροδισιακ
ή
αφροδισιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφροδισιακ
οί
οι
αφροδισιακ
ές
τα
αφροδισιακ
ά
γενική
των
αφροδισιακ
ών
των
αφροδισιακ
ών
των
αφροδισιακ
ών
αιτιατική
τους
αφροδισιακ
ούς
τις
αφροδισιακ
ές
τα
αφροδισιακ
ά
κλητική
αφροδισιακ
οί
αφροδισιακ
ές
αφροδισιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφροδισιακός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀφροδισιακός
Επίθετο
επεξεργασία
αφροδισιακός, -ή, -ό
(
για ουσία, τροφή, φάρμακο κλπ
) που αυξάνει την
ερωτική
διάθεση
Συγγενικές λέξεις
επεξεργασία
αφροδισιακό
αφροδισιάζω
αφροδισιασμός
αφροδίσιος
Αφροδίτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφροδισιακός
αγγλικά
:
aphrodisiac
(en)
γαλλικά
:
aphrodisiaque
(fr)
πορτογαλικά
:
afrodisíaco
(pt)