Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφροδισιακό τα αφροδισιακά
      γενική του αφροδισιακού των αφροδισιακών
    αιτιατική το αφροδισιακό τα αφροδισιακά
     κλητική αφροδισιακό αφροδισιακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφροδισιακό < ουδέτερο του αφροδισιακός < (ελληνιστική κοινήἈφροδισιακός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφροδισιακό ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αφροδισιακό