σκεύασμα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκεύασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκεύασμα (παρασκεύασμα φαγητού)[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σκεύασμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του παρασκεύασμα
- ※ Δεν υπήρχαν τότε τα διάφορα βιομηχανοποιημένα σκευάσματα, τα περισσότερα φάρμακα γίνονταν στο γουδί. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκεύασμα
|
Επεξεργασία
- ↑ «σκεύασμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
(ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «σκεύασμα» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «σκεύασμα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.