↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκεύασμα τα σκευάσματα
      γενική του σκευάσματος των σκευασμάτων
    αιτιατική το σκεύασμα τα σκευάσματα
     κλητική σκεύασμα σκευάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεύασμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκεύασμα (παρασκεύασμα φαγητού)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκεύασμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



(ελληνιστική κοινή) ζητούμενο λήμμα