Δείτε επίσης: ιδιοκατασκεύασμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδιοσκεύασμα τα ιδιοσκευάσματα
      γενική του ιδιοσκευάσματος των ιδιοσκευασμάτων
    αιτιατική το ιδιοσκεύασμα τα ιδιοσκευάσματα
     κλητική ιδιοσκεύασμα ιδιοσκευάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιοσκεύασμα < ιδιο- + σκεύασμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιδιοσκεύασμα ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία