Δείτε επίσης: ιδιοσκεύασμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ιδιοκατασκεύασμα τα ιδιοκατασκευάσματα
      γενική του ιδιοκατασκευάσματος των ιδιοκατασκευασμάτων
    αιτιατική το ιδιοκατασκεύασμα τα ιδιοκατασκευάσματα
     κλητική ιδιοκατασκεύασμα ιδιοκατασκευάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιοκατασκεύασμα < ιδιο- + κατασκεύασμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ιδιοκατασκεύασμα ουδέτερο

  • κατασκεύασμα που έχει φτιαχτεί από κάποιον ιδιώτη και δεν είναι βιομηχανικής κατασκευής ή «έτοιμο»
    Είναι η μαγειρική -η υψηλή κουζίνα,έστω- τέχνη; Απαντώ, χωρίς δισταγμό, «όχι». Στην καλύτερη περίπτωση, ο μάγειρος παράγει ιδιοκατασκευάσματα καλλιτεχνημάτων με αισθητικές προδιαγραφές και συγκινησιακές επιγεύσεις που κάποτε συγγενεύουν με τη λειτουργία της τέχνης, αλλά δεν είναι τέχνη, μολονότι έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν σ΄ αυτήν: ιδέες, φαντασία, δημιουργική επεξεργασία, αρμονία, τεχνική δεξιότητα και εικαστική αρτιότητα. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία