αφροδισιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφροδισιάζω < αρχαία ελληνική ἀφροδισιάζω
Ρήμα
επεξεργασίααφροδισιάζω
- Αφήνομαι στις αφροδίσιες ηδονές, δίνομαι στην ερωτική πράξη, συνουσιάζομαι, κάνω έρωτα, κάνω σεξ.
- Αφροδισιάζουν τακτικά αλλά δεν μένει έγκυος
- Ήταν έρωτας τελείως πλατωνικός, γι'αυτό δεν αφροδισίασαν ποτέ
- Μετά από 3 μήνες σχέσης αφροδισίασαν για πρώτη φορά
Σημείωση: Στα Αρχαία Ελληνικά, το ρήμα χρησιμοποιείτο στην ενεργητική φωνή για τους άνδρες αλλά στην παθητική φωνή για τις γυναίκες.